διερμηνευτικός

διερμηνευτικός
-ή, -ό (AM διερμηνευτικός, -ή, -όν) [διερμηνεύω]
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη διερμήνευση ή στον διερμηνευτή, ο κατάλληλος να εξηγεί.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • διερμηνευτικόν — διερμηνευτικός interpretative masc acc sg διερμηνευτικός interpretative neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εφερμηνευτικός — ἐφερμηνευτικός, ή, όν (ΑΜ) [εφερμηνεύω] επεξηγηματικός, διερμηνευτικός …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”